τραπεζοκράτης

τραπεζοκράτης
ο, Ν
(στα τυχερά παιχνίδια) ο μπαγκέρης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τράπεζα + -κράτης (< κράτος), πρβλ. δημο-κράτης].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”